Dictionary of Greek. 2013.
εὔσως — εὔσους adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλευση — η / σκύλευσις, εύσως, ἡ, ΝΑ [σκυλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία* … Dictionary of Greek